αγριο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγριο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγριο- < ἄγριο(ς)
- η σημασία «άξεστος» < ελληνιστική σημασία
- η σημασία «με απότομα χαρακτηριστικά» < μεσαιωνική σημασία [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]αγριο-, αγριό-, αγρι-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν
- την άγρια ποικιλία ενός φυτού
- το άγριο, μη εξημερωμένο είδος ενός ζώου
- (για πρόσωπα) άξεστος, με άγρια ή επιθετική συμπεριφορά
- ενέργεια με άγριο τρόπο
- κάτι με απότομα ή αφιλόξενα χαρακτηριστικά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αγριό- όταν μετακινείται ο τόνος στη σύνθεση
- αγρι- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγριο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγριό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγρι- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγριο-, αγρι- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας