αγριόκρινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈo.kɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ό‐κρι‐νος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγριόκρινος αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αγριόκρινο (ουδέτερο)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- αγριόκρινος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας