αγριόπευκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριόπευκο τα αγριόπευκα
      γενική του αγριόπευκου των αγριόπευκων
    αιτιατική το αγριόπευκο τα αγριόπευκα
     κλητική αγριόπευκο αγριόπευκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριόπευκο < αγριο- + πεύκο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριόπευκο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]