αγροληπτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγροληπτικός η αγροληπτική το αγροληπτικό
      γενική του αγροληπτικού της αγροληπτικής του αγροληπτικού
    αιτιατική τον αγροληπτικό την αγροληπτική το αγροληπτικό
     κλητική αγροληπτικέ αγροληπτική αγροληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγροληπτικοί οι αγροληπτικές τα αγροληπτικά
      γενική των αγροληπτικών των αγροληπτικών των αγροληπτικών
    αιτιατική τους αγροληπτικούς τις αγροληπτικές τα αγροληπτικά
     κλητική αγροληπτικοί αγροληπτικές αγροληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγροληπτικός < αγρολήπτης + -ικός < αγρός + λαμβάνω

Επίθετο[επεξεργασία]

αγροληπτικός

  • που έχει σχέση με τον αγρολήπτη ή αναφέρεται σ' αυτόν

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη αγρολήπτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]