αγροτουρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγροτουρισμός οι αγροτουρισμοί
      γενική του αγροτουρισμού των αγροτουρισμών
    αιτιατική τον αγροτουρισμό τους αγροτουρισμούς
     κλητική αγροτουρισμέ αγροτουρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγροτουρισμός < αγρο- + τουρισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγροτουρισμός αρσενικό

  • μορφή ήπιου τουρισμού κατά την οποία οι επισκέπτες μένουν σε αγρόκτημα και συμμετέχουν σε αγροτικές εργασίες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]