αγχώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋˈxo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐χώ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
αγχώνω, αόρ.: άγχωσα, παθ.φωνή: αγχώνομαι, π.αόρ.: αγχώθηκα, μτχ.π.π.: αγχωμένος
- προξενώ σε κάποιον άγχος
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη άγχος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγχώνω | άγχωνα | θα αγχώνω | να αγχώνω | αγχώνοντας | |
β' ενικ. | αγχώνεις | άγχωνες | θα αγχώνεις | να αγχώνεις | άγχωνε | |
γ' ενικ. | αγχώνει | άγχωνε | θα αγχώνει | να αγχώνει | ||
α' πληθ. | αγχώνουμε | αγχώναμε | θα αγχώνουμε | να αγχώνουμε | ||
β' πληθ. | αγχώνετε | αγχώνατε | θα αγχώνετε | να αγχώνετε | αγχώνετε | |
γ' πληθ. | αγχώνουν(ε) | άγχωναν αγχώναν(ε) |
θα αγχώνουν(ε) | να αγχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άγχωσα | θα αγχώσω | να αγχώσω | αγχώσει | ||
β' ενικ. | άγχωσες | θα αγχώσεις | να αγχώσεις | άγχωσε | ||
γ' ενικ. | άγχωσε | θα αγχώσει | να αγχώσει | |||
α' πληθ. | αγχώσαμε | θα αγχώσουμε | να αγχώσουμε | |||
β' πληθ. | αγχώσατε | θα αγχώσετε | να αγχώσετε | αγχώστε | ||
γ' πληθ. | άγχωσαν αγχώσαν(ε) |
θα αγχώσουν(ε) | να αγχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγχώσει | είχα αγχώσει | θα έχω αγχώσει | να έχω αγχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγχώσει | είχες αγχώσει | θα έχεις αγχώσει | να έχεις αγχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγχώσει | είχε αγχώσει | θα έχει αγχώσει | να έχει αγχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγχώσει | είχαμε αγχώσει | θα έχουμε αγχώσει | να έχουμε αγχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγχώσει | είχατε αγχώσει | θα έχετε αγχώσει | να έχετε αγχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγχώσει | είχαν αγχώσει | θα έχουν αγχώσει | να έχουν αγχώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγχώνομαι | αγχωνόμουν(α) | θα αγχώνομαι | να αγχώνομαι | ||
β' ενικ. | αγχώνεσαι | αγχωνόσουν(α) | θα αγχώνεσαι | να αγχώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αγχώνεται | αγχωνόταν(ε) | θα αγχώνεται | να αγχώνεται | ||
α' πληθ. | αγχωνόμαστε | αγχωνόμαστε αγχωνόμασταν |
θα αγχωνόμαστε | να αγχωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αγχώνεστε | αγχωνόσαστε αγχωνόσασταν |
θα αγχώνεστε | να αγχώνεστε | (αγχώνεστε) | |
γ' πληθ. | αγχώνονται | αγχώνονταν αγχωνόντουσαν |
θα αγχώνονται | να αγχώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγχώθηκα | θα αγχωθώ | να αγχωθώ | αγχωθεί | ||
β' ενικ. | αγχώθηκες | θα αγχωθείς | να αγχωθείς | αγχώσου | ||
γ' ενικ. | αγχώθηκε | θα αγχωθεί | να αγχωθεί | |||
α' πληθ. | αγχωθήκαμε | θα αγχωθούμε | να αγχωθούμε | |||
β' πληθ. | αγχωθήκατε | θα αγχωθείτε | να αγχωθείτε | αγχωθείτε | ||
γ' πληθ. | αγχώθηκαν αγχωθήκαν(ε) |
θα αγχωθούν(ε) | να αγχωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγχωθεί | είχα αγχωθεί | θα έχω αγχωθεί | να έχω αγχωθεί | αγχωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγχωθεί | είχες αγχωθεί | θα έχεις αγχωθεί | να έχεις αγχωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγχωθεί | είχε αγχωθεί | θα έχει αγχωθεί | να έχει αγχωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγχωθεί | είχαμε αγχωθεί | θα έχουμε αγχωθεί | να έχουμε αγχωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγχωθεί | είχατε αγχωθεί | θα έχετε αγχωθεί | να έχετε αγχωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγχωθεί | είχαν αγχωθεί | θα έχουν αγχωθεί | να έχουν αγχωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγχωμένος - είμαστε, είστε, είναι αγχωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγχωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγχωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγχωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγχωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγχωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγχωμένοι |