αγωγιάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγωγιάτικα < αγωγιάτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγωγιάτικα ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό
- (νομικός όρος), (εμπορικός όρος): το κόμιστρο, η αμοιβή που λαμβάνει ο αγωγιάτης παρέχοντας το υποζύγιό του για μεταφορές.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγωγιάτικα