αγωγιμομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγωγιμομετρία οι αγωγιμομετρίες
      γενική της αγωγιμομετρίας των αγωγιμομετριών
    αιτιατική την αγωγιμομετρία τις αγωγιμομετρίες
     κλητική αγωγιμομετρία αγωγιμομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγωγιμομετρία < αγώγιμ(ος) + -ο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγωγιμομετρία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]