Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγωγιμότητα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγωγιμότητα οι αγωγιμότητες
      γενική της αγωγιμότητας των αγωγιμοτήτων
    αιτιατική την αγωγιμότητα τις αγωγιμότητες
     κλητική αγωγιμότητα αγωγιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγωγιμότητα < αγώγιμ(ος) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conductibilité [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɣo.ʝiˈmo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγωγιμότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγωγιμότητα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη αγωγή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]