αγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγωγός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγωγός οι αγωγοί
      γενική του αγωγού των αγωγών
    αιτιατική τον αγωγό τους αγωγούς
     κλητική αγωγέ αγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωγός < ἄγω [1]
σημασία στη φυσική: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conducteur

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣoˈɣos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγωγός αρσενικό

  1. ο σωλήνας για τη μεταφορά υγρών ή αερίων
    Ο αγωγός φυσικού αερίου εγκαινιάστηκε πρόσφατα.
  2. το υλικό που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων μέσα του
    Ο χαλκός είναι ένας πρώτης τάξης αγωγός.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]