αγωγόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγωγόσημο | τα | αγωγόσημα |
γενική | του | αγωγόσημου & αγωγοσήμου |
των | αγωγόσημων & αγωγοσήμων |
αιτιατική | το | αγωγόσημο | τα | αγωγόσημα |
κλητική | αγωγόσημο | αγωγόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγωγόσημο < (καθαρεύουσα) ἀγωγόσημον, αγωγή + σήμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγωγόσημο ουδέτερο
- (νομικός όρος) ειδικό τέλος επί του αντικειμένου της δίκης, υπαγόμενο στην κατηγορία των δικαστικών εξόδων, που καταλογίζεται σε βάρος του ηττημένου διαδίκου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγωγόσημο
|