αγύριστο κεφάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγύριστο κεφάλι < → δείτε τις λέξεις αγύριστος και κεφάλι

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

αγύριστο κεφάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]