αγύρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγύρτης | οι | αγύρτες |
γενική | του | αγύρτη | των | αγυρτών |
αιτιατική | τον | αγύρτη | τους | αγύρτες |
κλητική | αγύρτη | αγύρτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγύρτης < αρχαία ελληνική ἀγύρτης < ἀγείρω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγύρτης αρσενικό και αγύρτισσα θηλυκό
- πρόσωπο που εξαπατά τους άλλους
- πρόσωπο που επικαλείται γνώσεις, ικανότητες και ιδιότητες, τις οποίες δε διαθέτει, για να εξαπατήσει τους άλλους
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγύρτης
|