αγ.

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγ. < αγία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈʝi.a/

Συντομομορφή[επεξεργασία]

αγ. συντομογραφία

  1. (θηλυκό) αγία, (αρσενικό: άγ.)
    η αγ. Αικατερίνη έζησε στην Αλεξάνδρεια
    ο ναός της Αγ. Αικατερίνης
  2. (αρσενικό) αγίου
    η γιορτή του αγ. Διονυσίου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • για το αρκτικό πεζό ή κεφαλαίο, → δείτε τη λέξη άγ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άγ.