αδάμαστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδάμαστα < αδάμαστος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αδάμαστα

  1. χωρίς να μπορεί κάποιος να δαμάσει τη φύση ή τις ενέργειες του προσώπου ή της δύναμης για την οποία γίνεται λόγος
    Εμείς εδώ επιμένουμε αδάμαστα ελληνικά (από ομιλία του Πάρι Κουκουλόπουλου, Προέδρου της ΚΕΔΚΕ, στα εγκαίνια του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]