αδέσποτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδέσποτος -η -ο
- που δεν έχει αφεντικό και δεν ελέγχει κανείς τις κινήσεις του· λέγεται κυρίως για ζώα
- αδέσποτος σκύλος