αδαμαντοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδαμαντοπώλης αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πωλητής διαμαντιών ή πολύτιμων λίθων σε αδαμαντοπωλείο