αδειοδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδειοδοτικός < αδειοδότ(ηση) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ði.o.ðo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δει‐ο‐δο‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αδειοδοτικός, ή, -ό
- (νεολογισμός) ο σχετικός με την αδειοδότηση
- ↪ αδειοδοτική διαδικασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδειοδοτικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr