αδελφός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀδελφός, αδερφός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
αδελφ- 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αδελφός οι αδελφοί
      γενική του αδελφού των αδελφών
    αιτιατική τον αδελφό τους αδελφούς
     κλητική αδελφέ αδελφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδελφός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀδελφός < ἀ- (αθροιστικό) + *δέλφος / δελφύς (μήτρα)
για το επίθετο, με σημασία «κοινά χαρακτηριστικά» < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Schwester- ή από τη γαλλική -soeur [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ðelˈfos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δελ‐φός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αδελφός αρσενικό (θηλυκό αδελφή)

  1. (οικογένεια) το αρσενικό πρόσωπο, με το οποίο κάποιος έχει κοινούς και τους δύο ή μόνο τον ένα γονέα
    ο μεγάλος μου αδελφός, ετεροθαλείς αδελφοί
  2. ο άνθρωπος με τον οποίο κάποιος συνδέεται με δεσμούς αλληλεγγύης και στενής φιλίας
    μου έχει σταθεί περισσότερο κι από αδελφός
  3. (προσφώνηση) συνοδευτικό του ονόματος μοναχού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]
  • ωχ, αδελφέ!: έκφραση που δηλώνει αδιαφορία κι έλλειψη διάθεσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδελφός η αδελφή το αδελφό
      γενική του αδελφού της αδελφής του αδελφού
    αιτιατική τον αδελφό την αδελφή το αδελφό
     κλητική αδελφέ αδελφή αδελφό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδελφοί οι αδελφές τα αδελφά
      γενική των αδελφών των αδελφών των αδελφών
    αιτιατική τους αδελφούς τις αδελφές τα αδελφά
     κλητική αδελφοί αδελφές αδελφά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αδελφός -ή -ό

  1. (για ανθρώπους) που έχουν κοινή καταγωγή, προέλευση ή κοινή ιδεολογία
    αδελφοί λαοί
    αδελφές ψυχές λέγονται τα ζευγάρια που συμφωνούν σε όλα και είναι ταιριαστά -alter ego
  2. που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή κοινή προέλευση
    οι επιχειρήσεις με κοινή μητρική εταιρία λέγονται αδελφές επιχειρήσεις
    τα αδελφά κόμματα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

Αναφορές[επεξεργασία]