αδενοϊός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αδενοϊός | οι | αδενοϊοί |
γενική | του | αδενοϊού | των | αδενοϊών |
αιτιατική | τον | αδενοϊό | τους | αδενοϊούς |
κλητική | αδενοϊέ | αδενοϊοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδενοϊός < αδέν(ας) + -ο- + ιός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδενοϊός αρσενικό
- (ιατρική, βιολογία) ιός που ευθύνεται για πολλές οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος και βρίσκεται συχνότερα στους αδενοειδείς ιστούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδενοϊός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)