αδημιούργητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδημιούργητος η αδημιούργητη το αδημιούργητο
      γενική του αδημιούργητου της αδημιούργητης του αδημιούργητου
    αιτιατική τον αδημιούργητο την αδημιούργητη το αδημιούργητο
     κλητική αδημιούργητε αδημιούργητη αδημιούργητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδημιούργητοι οι αδημιούργητες τα αδημιούργητα
      γενική των αδημιούργητων των αδημιούργητων των αδημιούργητων
    αιτιατική τους αδημιούργητους τις αδημιούργητες τα αδημιούργητα
     κλητική αδημιούργητοι αδημιούργητες αδημιούργητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδημιούργητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αδημιούργητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί
  2. που δεν έχει ακόμα ένα επάγγελμα, θέση ή αξίωμα που να του προσφέρει ένα σταθερό εισόδημα και κοινωνική αναγνώριση και δεν έχει φτιάξει ακόμα δική του περιουσία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]