αδημιούργητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδημιούργητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αδημιούργητος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί
- που δεν έχει ακόμα ένα επάγγελμα, θέση ή αξίωμα που να του προσφέρει ένα σταθερό εισόδημα και κοινωνική αναγνώριση και δεν έχει φτιάξει ακόμα δική του περιουσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδημιούργητος
|