αδιάζευκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάζευκτος < αρχαία ελληνική ἀδιάζευκτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάζευκτος, -η, -ο
- εκείνος για τον οποίο δεν έχει εκδοθεί διαζύγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάζευκτος