αδιάλυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αδιάλυτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να διαλυθεί μέσα σε ένα άλλο, κυρίως υγρό, σώμα
- το λάδι παραμένει αδιάλυτο μέσα στο νερό
- που δεν έχει διαλυθεί, που δεν έχει υποστεί διάλυση
- (μεταφορικά) ο ανεξιχνίαστος, ο αδιαπέραστος, ο πυκνός
- αδιάλυτο μυστήριο / σκοτάδι
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιάλυτος
|