αδιάσπαστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδιάσπαστα < αδιάσπαστος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αδιάσπαστα

  1. με αδιάσπαστο τρόπο
    ζωή και θάνατος είναι αδιάσπαστα ενωμένα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]