αδιάστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάστατος < ελληνιστική κοινή ἀδιάστατος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀδιάστατος < διίστημι
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάστατος
- (φυσική) που δεν έχει διαστάσεις, που δεν τον χαρακτηρίζουν διαστάσεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάστατος