αδιάτρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάτρητος < α- στερητικό + διάτρητος (βλέπε και αρχαίο διατετραίνω)
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάτρητος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να τον τρυπήσει κάτι, να τον διαπεράσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάτρητος