αδιέξοδο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδιέξοδο ουδέτερο
- τυφλός δρόμος που δεν έχει διέξοδο προς κάποιον άλλον
- ⮡ βγήκαμε σε αδιέξοδο και έπρεπε να γυρίσουμε πίσω
- κατάσταση που δεν έχει προοπτική εξέλιξης ή βελτίωσης
- ⮡ οι συνομιλίες μεταξύ των δυο χωρών οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο