αδιακήρυκτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδιακήρυκτα < αδιακήρυκτος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

αδιακήρυκτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]