αδιακίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιακίνητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιακίνητος < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική διακινέω / διακινῶ < κινέω / κινῶ + -τος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱey-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈci.ni.tos/ & /a.ðʝaˈci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐κί‐νη‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αδιακίνητος, -η, -ο
- που δεν έχει διακινηθεί ή δεν μπορεί να διακινηθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιακίνητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)