αδιακρισία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιακρισία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιακρισία (έλλειψη διάκρισης), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indiscrétion[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδιακρισία θηλυκό
- η ιδιότητα του αδιάκριτου, η έλλειψη διακριτικότητας
- ※ Το θεωρούσε πάντα αδιακρισία να μου βάζει ερωτήματα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- ενέργεια ή λόγος που παρεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή ενός άλλου ανθρώπου και δείχνει έλλειψη διακριτικότητας
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιακρισία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αδιακρισία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Δισυπόστατοι δανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)