αδιαλεύκαντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιαλεύκαντος < α- στερητικό + (διαλευκαίνω) διαλευκαν- + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈlef.kan.dos/ & /a.ðʝaˈlef.kan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐λεύ‐κα‐ντος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιαλεύκαντος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν διαλευκάνει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αδιαλεύκαντα
- → δείτε τις λέξεις διαλευκαίνω και λευκός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαλεύκαντος
|