αδιαπίστωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιαπίστωτος < α- στερητικό + διαπιστώ(νω) + -τος[1] → δείτε τη λέξη διά + αρχαία ελληνική πιστόω / πιστῶ < πιστός < πείθω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈpi.sto.tos/ & /a.ðʝaˈpi.sto.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐πί‐στω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιαπίστωτος, -η, -ο
- που δεν έχει διαπιστωθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη πιστός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαπίστωτος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αδιαπίστωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας