αδιατάραχτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιατάραχτα < αδιατάραχτος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]αδιατάραχτα
- άλλη μορφή του αδιατάρακτα, χωρίς καμία διατάραξη
- κοιμήθηκε αδιατάραχτα για οχτώ ώρες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιατάραχτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αδιατάραχτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδιατάραχτος