αδιαφιλονίκητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιαφιλονίκητος < α- στερητικό + (διαφιλονικώ) διαφιλονικη- + -τος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incontestable, indisputable[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιαφιλονίκητος -η -ο
- για κάτι ή κάποιον επί του οποίου (συνήθως: για την υπεροχή του οποίου) δεν υπάρχει καμιά διαφωνία ή αμφισβήτηση
- ↪ ήταν ο αδιαφιλονίκητος νικητής του διαγωνισμού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αναμφισβήτητος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αδιαφιλονίκητα
- → δείτε τις λέξεις διαφιλονικώ, φιλονικώ, φίλος και νίκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαφιλονίκητος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αδιαφιλονίκητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας