αδιαφορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀδιαφορία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδιαφορία οι αδιαφορίες
      γενική της αδιαφορίας των αδιαφοριών
    αιτιατική την αδιαφορία τις αδιαφορίες
     κλητική αδιαφορία αδιαφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδιαφορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιαφορία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ði̯a.foˈɾi.a/ & /a.ðʝa.fo.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐α‐φο‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αδιαφορία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις διάφορος, διαφέρω, διά και φέρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]