Μετάβαση στο περιεχόμενο

αδιαφορώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀδιαφορῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδιαφορώ < ελληνιστική κοινή ἀδιαφορῶ < ἀ- (α-) + διά (δια-) + φορ- φέρω

αδιαφορώ, πρτ.: αδιαφορούσα, αόρ.: αδιαφόρησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]