αδιόρθωτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιόρθωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιόρθωτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ðiˈoɾ.θo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐όρ‐θω‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αδιόρθωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμα διορθωθεί
- ⮡ ο δάσκαλος έχει αφήσει τα διαγωνίσματά μας αδιόρθωτα τόσο καιρό τώρα
- που έχει μια ιδιότητα που δεν εννοεί να την απαρνηθεί
- ⮡ ο γιος μας είναι ένας αδιόρθωτος τεμπέλης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που δεν έχει διορθωθεί
που δεν εννοεί να απαρνηθεί κάποια ιδιότητα
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)