αδιόρθωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιόρθωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιόρθωτος
- που δεν έχει ακόμα διορθωθεί
- ο δάσκαλος έχει αφήσει τα διαγωνίσματά μας αδιόρθωτα τόσο καιρό τώρα
- που έχει μια ιδιότητα που δεν εννοεί να την απαρνηθεί
- ο γιος μας είναι ένας αδιόρθωτος τεμπέλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν έχει διορθωθεί
που δεν εννοεί να απαρνηθεί κάποια ιδιότητα