αδολεσχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδολεσχία οι αδολεσχίες
      γενική της αδολεσχίας των αδολεσχιών
    αιτιατική την αδολεσχία τις αδολεσχίες
     κλητική αδολεσχία αδολεσχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδολεσχία < αρχαία ελληνική ἀδολεσχία < ἀδολέσχης (< *ἀ-ϝαδο (ἡδύς) + λέσχη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αδολεσχία θηλυκό

  1. (λόγιο) το να μιλάει κάποιος ακατάσχετα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη φλυαρία
  2. (λόγιο) ανόητη κουβέντα
     συνώνυμα: ανοησία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]