αδράνεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδράνεια | οι | αδράνειες |
γενική | της | αδράνειας | των | αδρανειών |
αιτιατική | την | αδράνεια | τις | αδράνειες |
κλητική | αδράνεια | αδράνειες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδράνεια < ελληνιστική κοινή ἀδράνεια < αρχαία ελληνική ἀδρανής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈðɾa.ni.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδράνεια θηλυκό
- το να έχει παραμείνει κάποιος (ή κάτι) αδρανής επί ένα ορισμένο διάστημα
- μετά από αιώνες αδράνειας το ηφαίστειο άρχισε πάλι να εκτοξεύει θερμά αέρια και στάχτη
- η ακινησία, η έλλειψη διάθεσης για ενέργεια, δράση
- η αδράνεια αυτού του ανθρώπου, τη στιγμή που αντιμετωπίζει τόσο πιεστικές ανάγκες, είναι ανεξήγητη
- (φυσική) η ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης
- (μεταφορικά) η δυσκολία και η χρονοκαθυστέρηση μεταβολής που προκλήθηκε από κάποια ευρύτερη
- οι επιστημονικές ανακαλύψεις γίνονται αποδεκτές με κάποια αδράνεια κι ακόμα μεγαλύτερη αδράνεια από την αποδοχή τους, εμφανίζουν οι μεταφυσικές επιπλοκές για την θέση του ανθρώπου στον κόσμο
- (μεταφορικά) η δυσκολία και η χρονοκαθυστέρηση μεταβολής που προκλήθηκε από κάποια ευρύτερη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το να παραμένει κάποιος αδρανής επί ένα ορισμένο διάστημα
έλλειψη διάθεσης για δράση
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
για έλεγχο