αδρανοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδρανοποίηση | οι | αδρανοποιήσεις |
γενική | της | αδρανοποίησης* | των | αδρανοποιήσεων |
αιτιατική | την | αδρανοποίηση | τις | αδρανοποιήσεις |
κλητική | αδρανοποίηση | αδρανοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αδρανοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδρανοποίηση θηλυκό
- (φυσική), (χημεία), (βιολογία): η δημιουργία κατάστασης μηδενικής αντίδρασης
- (πληροφορική) hibernation: ο πλήρης τερματισμός του υπολογιστή, ενώ παράλληλα αποθηκεύεται η τρέχουσα κατάσταση του ώστε να ξεκινήσει την επόμενη φορά ακριβώς στην ίδια κατάσταση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (για υπολογιστές) αναστολή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδρανοποίηση (πληροφορική)