αδρανοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αδρανοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδρανοποιώ
- θα αδρανοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδρανοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αδρανοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αδρανοποίηση