αδρασκέλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδρασκέλιστος < α- + δρασκελίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδρασκέλιστος, -η, -ο
- που δεν έχει δρασκελιστεί ή δεν μπορεί να δρασκελιστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διασκελίζω και σκέλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδρασκέλιστος
|