αδυνατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδυνατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδυνατῶ, συνηρημένος τύπος του ἀδυνατόω ή ἀδυνατέω [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ði.naˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δυ‐να‐τώ
- τονικό παρώνυμο: αδύνατο
Ρήμα[επεξεργασία]
αδυνατώ, πρτ.: αδυνατούσα, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- δεν μπορώ, δεν έχω τη δύναμη ή τη δυνατότητα να κάνω κάτι
- ↪ Μα τι λες; Αδυνατώ να καταλάβω τέτοιου είδους επιχειρήματα.
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | αδυνατώ | αδυνατούσα | θα αδυνατώ | να αδυνατώ | αδυνατώντας | |
β' ενικ. | αδυνατείς | αδυνατούσες | θα αδυνατείς | να αδυνατείς | ||
γ' ενικ. | αδυνατεί | αδυνατούσε | θα αδυνατεί | να αδυνατεί | ||
α' πληθ. | αδυνατούμε | αδυνατούσαμε | θα αδυνατούμε | να αδυνατούμε | ||
β' πληθ. | αδυνατείτε | αδυνατούσατε | θα αδυνατείτε | να αδυνατείτε | αδυνατείτε | |
γ' πληθ. | αδυνατούν(ε) | αδυνατούσαν(ε) | θα αδυνατούν(ε) | να αδυνατούν(ε) |
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη δύναμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδυνατώ
[επεξεργασία]
- ↑ αδυνατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)