αδόμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδόμητος | η | αδόμητη | το | αδόμητο |
γενική | του | αδόμητου | της | αδόμητης | του | αδόμητου |
αιτιατική | τον | αδόμητο | την | αδόμητη | το | αδόμητο |
κλητική | αδόμητε | αδόμητη | αδόμητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδόμητοι | οι | αδόμητες | τα | αδόμητα |
γενική | των | αδόμητων | των | αδόμητων | των | αδόμητων |
αιτιατική | τους | αδόμητους | τις | αδόμητες | τα | αδόμητα |
κλητική | αδόμητοι | αδόμητες | αδόμητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο[επεξεργασία]
- που δεν έχει δομηθεί