αδύναμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈði.na.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δύ‐να‐μο
- παρώνυμο: αδύνατο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αδύναμο
αδύναμο