αείλανθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αείλανθος < αΐλανθος (παρετυμολογία: αεί + άνθος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αείλανθος αρσενικό
- (φυτό) άλλη γραφή του αΐλανθος
- Το ένστικτο επιβίωσης του αείλανθου πάντως είναι εντυπωσιακά ισχυρό: φυτρώνει και ευδοκιμεί σε χωματερές, σε σιδηροδρομικές ράγες, στην άσφαλτο, στο τσιμέντο. Από δαρβινική άποψη, είναι ένα θαύμα της φύσης. Ωστόσο το λεξικό σημείωνε και ένα κρίσιμο μειονέκτημα – τη «δυσάρεστη οσμή την οποία αναδίδει». (*)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αείλανθος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αείλανθος
|