αειφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀειφυγία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αειφαγία οι αειφαγίες
      γενική της αειφαγίας των αειφαγιών
    αιτιατική την αειφαγία τις αειφαγίες
     κλητική αειφαγία αειφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αειφαγία < αειφάγος + -ία < αεί + -φαγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αειφαγία θηλυκό

  1. το να τρώει κάποιος συνέχεια
  2. η τάση κάποιου να τρώει συνέχεια, η ροπή του προς αυτό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]