αειφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αειφαγία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αειφαγία
|
Δείτε επίσης : ἀειφυγία |
αειφαγία θηλυκό
|