αερέγχυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αερέγχυμα ουδέτερο
- (βιολογία): ιστός κυρίως των υδρόβιων φυτών που απαντάται σ΄ όλα τα όργανά τους (ρίζες, βλαστός, φύλλα) και που μοιάζει με φελλό με μεγάλες κοιλότητες γεμάτες αέρα μεταξύ των κυττάρων (μεσοκυττάριοι χώροι).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αερέγχυμα
|