αερέγχυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερέγχυμα τα αερεγχύματα
      γενική του αερεγχύματος των αερεγχυμάτων
    αιτιατική το αερέγχυμα τα αερεγχύματα
     κλητική αερέγχυμα αερεγχύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αερέγχυμα < αήρ + έγχυμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αερέγχυμα ουδέτερο

  • (βιολογία): ιστός κυρίως των υδρόβιων φυτών που απαντάται σ΄ όλα τα όργανά τους (ρίζες, βλαστός, φύλλα) και που μοιάζει με φελλό με μεγάλες κοιλότητες γεμάτες αέρα μεταξύ των κυττάρων (μεσοκυττάριοι χώροι).

Μεταφράσεις[επεξεργασία]