αεραθλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αεραθλητής | αεραθλητές |
γενική | αεραθλητή | αεραθλητών |
αιτιατική | αεραθλητή | αεραθλητές |
κλητική | αεραθλητή | αεραθλητές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεραθλητής αρσενικό
- (αεροπορικός όρος): αθλητής που επιδίδεται σε αεράθλημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεραθλητής