Μετάβαση στο περιεχόμενο

αεριοποιώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεριοποιώ < αεριο- + -ποιώ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική gazéifier [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.e.ɾi.o.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεριοποιώ

αεριοποιώ, αόρ.: αεριοποίησα, παθ.φωνή: αεριοποιούμαι, π.αόρ.: αεριοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αεριοποιημένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)